- χορδίζω
- μετ.1) заводить (часы); 2) муз. настраивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χορδίζω — Ν κουρδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή. Το ρ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
αχόρδιστος — η, ο (για μουσικά όργανα, ρολόγια κ.ά.) εκείνος τον οποίο δεν έχουν χορδίσει, ο ακούρδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χορδίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] … Dictionary of Greek
διαγιγγράζω — (Α) χορδίζω μουσικό όργανο 2. μτφ. (για μάγειρο) παρασκευάζω με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + γιγγράς «μικρός αυλός»] … Dictionary of Greek
κουρδίζω — και κουρντίζω και κορδίζω και χορδίζω (Μ κορδίζω) τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον τόνο που χρειάζεται νεοελλ. 1. συσπειρώνω με το κουρδιστήρι το ελατήριο ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής 1. πειράζω κάποιον και τόν κάνω να θυμώσει,… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek
χορδιστήρι(ον) — το, Ν το κουρδιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. ξυπνη τήρι)] … Dictionary of Greek
χόρδισμα — το, Ν το κούρδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
κουρδίζω — και κουρντίζω και κορντίζω και χορδίζω κούρδισα και κούρντισα και κόρντισα και χόρδισα, κουρδίστηκα και κουρντίστηκα και κορντίστηκα και χορδίστηκα, κουρδισμένος και κουρντισμένος και κορντισμένος και χορδισμένος 1. εναρμονίζω τις χορδές μουσικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)